- επιφορά
- η (AM ἐπιφορά) [επιφέρω]νεοελλ.(λογ.) συμπέρασμα συλλογισμούμσν.(για όρκο) επιβολήαρχ.1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.)2. μεταφορά για συμπλήρωση ελλείψεως («εἰς τὴν εὐκαιρίαν τοῡ τόπου καὶ τὴν ἔξωθεν ἐπιφορὰν καὶ συμπλήρωσιν τῆς εὐδαιμονίας», Πολ.)3. εφαρμογή, επιβολή («τὴν τοῡ ἀνομοίου δόσιν καὶ ἐπιφοράν», Πλάτ.)4. δεύτερη σειρά φαγητών5. πρόστιμο που επιβαλλόταν όταν δεν εκτελούσε κάποιος την υπηρεσία που είχε αναλάβει στο καθορισμένο χρονικό διάστημα6. προσήλωση («τήν τῆς αίσθήσεως ἐπιφοράν ποιεῑσθαι», Πλούτ.)7. ποινή8. πρόσθετη καταβολή φόρου9. θυσία πάνω στον τάφο η οποία προσφερόταν ως δώρο προς τους νεκρούς10. σύγκρουση11. έφοδος, αιφνίδια επιδρομή («διακατέσχε τὴν ἐπιφορὰν τῶν ἐχθρῶν», Πολ.)12. λογομαχία13. (για ρἡτορα) κατηγορία14. (για άνεμο) ορμητική και ξαφνική πνοή, φύσημα15. χτύπημα16. ορμητικότητα, οξύτητα στη ρητορική τέχνη17. αύξηση με αφομοίωση τής τροφής18. ιατρ. δακρύρροια, παθολογική ροή δακρύων19. (απλώς) άφθονη ροή δακρύων20. (για κακοχυμία) ροή, έκχυση21. (για ασθένεια) προσβολή22. κλίση, ροπή, φορά23. (ρητ.) η δεύτερη πρόταση σε μια περίοδο («πάσης διανοίας καὶ λήμματος αἵ τ’ ἀρχαὶ καὶ αἱ ἐπιφοραὶ τοιαῡταί εἰσιν», Διον. Αλ.)24. επανάληψη25. (ρητ.) διαδοχή προτάσεων που λήγουν στην ίδια λέξη26. (κατά τους στωικούς) το συμπέρασμα τού συλλογισμού27. διαφιλονεικούμενο ζήτημα28. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιφοράςκαταδίκας».
Dictionary of Greek. 2013.